громогласный - ορισμός. Τι είναι το громогласный
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι громогласный - ορισμός


громогласный      
прил.
1) Обладающий громким голосом.
2) Очень громкий (о музыке, пении и т.п.).
громогласный      
ГРОМОГЛ'АСНЫЙ, громогласная, громогласное; громогласен, громогласна, громогласно (·книж. ·устар. и ·шутл. ). Очень громкий (о голосе, пении). Громогласное пение. Громогласное замечание.
ГРОМОГЛАСНЫЙ      
О голосе, пении: очень громкий.
Громогласное заявление (перен.: для всеобщего сведения; ирон.).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για громогласный
1. Слишком большой, слишком заметный, слишком громогласный.
2. Ее громогласный клич "надо спасать ТВ!" достоин подражания.
3. Стоит какому-нибудь голкиперу отбить мяч перед собой - громогласный неуд!
4. На улицах шли демонстрации возмущенных, происходил громогласный обмен ударами.
5. Юморной, громогласный, прямолинейный, он всегда в центре внимания.
Τι είναι громогласный - ορισμός